Η παρακάτω μετάφραση του αποσπάσματος από το έργο "Ο νάρθηκας του μυστηρίου και της δεύτερης αρετής" του Σαρλ Πεγκύ αποτελεί αναδημοσίευση από το περιοδικό "Σύνορο" (νο.29, Άνοιξη 1964) και έγινε από την Δήμητρα Κωνσταντίνου-Χριστοδούλου.
Λέει ο Θεός:
η ελπίδα είναι η αρετή που πιότερο αγαπώ.
Η πίστη, αυτή, δεν με ξαφνιάζει.
Αστράφτει τόσο στην κτίση μέσα η φανέρωσή μου.
Στον ήλιο και στο φεγγάρι και στα άστρα
στα πλάσματά μου όλα.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Στην κίνηση των άστρων τουρανού
στον αγέρα, που φυσάει πάνω από τη θάλασσα
και στον άνεμο, που στην κοιλάδα μέσα πνέει.
Στην ήσυχη, την κρυμμένη κοιλάδα.
Στα φυτά και στα ζώα και στα αγρίμια των δασών.
Και στον άνθρωπο, το πλάσμα μου.
Στον άντρα και στη σύντροφο τη γυναίκα του.
Κι΄ απάνω απ' όλα στα παιδιά
τα πλάσματά μου.
Στ΄ ανάβλεμμα των παιδιών και στη φωνή τους.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Φωνή πιο καθαρή απ' του ανέμου τη φωνή
μεσ΄ στη γαλήνια, την κρυμμένη κοιλάδα.
Και ματιά πιο καθαρή απ΄ τον γαλάζιο ουρανό
κι' από μια αχτίδα αστεριού μέσα στην ήσυχη νύχτα.
Αστράφτει τόσο στην κτίση μέσα η φανέρωσή μου.
Στο πρόσωπο των βουνών και στου κάμπου το πρόσωπο.
Στο ψωμί και στο κρασί και στον άντρα,
που οργώνει και σπέρνει
και τον θέρο κάνει και τον τρυγητό.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------Αστράφτει τόσο στην κτίση μέσα η φανέρωσή μου,
που θάπρεπε, αλήθεια, νάναι τυφλοί
οι φτωχοί τούτοι άνθρωποι, για να μη με βλέπουν.
*
Η αγάπη, λέει ο Θεός, αυτή, δεν μ΄εκπλήττει.
Έτσι, δύστυχα πούναι τα φτωχά μου τα πλάσματα,
θάπρεπε, αλήθεια, νάχουν πέτρα καρδιά
για να μη συμπονάνε ο ένας τον άλλο.
Πώς να μην έχουν αγάπη για τ΄αδέρφια τους
και πώς να μην κρατάνε το ψωμί από το στόμα τους
το καθημερινό ψωμί τους,
και να το δίνουν στα φτωχά, περαστικά παιδιά,
που ο γυιός μου τόσο πολύ τους αγάπησε,
ο αδερφός τους ο γυιός μου
με την τόσο πολλή, τη μεγάλη αγάπη.
*
Μα η ελπίδα, λέει ο Θεός, αυτή,
σε μεγάλην απορία με ρίχνει.
Να βλέπουν τα κακόμοιρα τούτα παιδιά, πως όλα γίνονται
και να πιστεύουν, πως αύριο πρωί θάναι κιόλας καλύτερα.
Να βλέπουν, πως όλα γίνονται σήμερα
και να πιστεύουν, πως αύριο το πρωί θάναι καλύτερα.
Τούτο είναι, να, η τρανή απορία μου
και το πιο μεγάλο απ' της χάρης μου τα θαύματα.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ποια πρέπει νάναι της χάρης μου η δύναμη
για να μπορή η μικρή τούτη ελπίδα,
που παραπατάει στης αμαρτίας το φύσημα,
που σ΄όλους τους ανέμους τρέμει,
ανήσυχη και στην παραμικρότερη ακόμα πνοή,
να μπορή έτσι απαράλλαχτη να μένη
κι΄έτσι ορθή να κρατιέται και πιστή και καθάρια
κι΄ανίκητη κι΄αθάνατη κι΄ακοίμητη,
σαν του ιερού τη φλογίτσα εκείνη,
που αιώνια καίει μεσ΄στο λυχνάρι το πιστό.
Μια φλόγα τρεμουλιάρικη διαπέρασε των κόσμων την πυκνότητα.
Μια φλόγα αβέβαιη διέσχισε των χρόνων την πυκνότητα.
Μια φλόγα ανήσυχη το ξέσχισε της νύχτας το σκοτάδι το πηχτό.
Απ' την πρώτη εκείνη φορά, που η χάρη μου έρρευσε
για του κόσμου το πλάσιμο.
Από τότε και πάντοτε, που η χάρη μου ρέει
για του κόσμου τη φύλαξη.
Απ' την μέρα που χύθηκε του γυιού μου το αίμα
για του κόσμου τη σωτηρία.
Απρόσβλητη φλόγα, που του θανάτου το φύσημα
δεν μπορεί να τη σβήσει.
Η ελπίδα με ξαφνιάζει, λέει ο Θεός.
Τούτη η μικρούλα ελπίδα, που μοιάζει ένα τίποτα.
Τούτη η μικρούλα κόρη, η ελπίδα.
Αθάνατη.