Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

ΦΑΚΕΛΟΣ "ΠΟΙΗΣΗ": Κωστής Παλαμάς- Οι Λύκοι (απόσπασμα)

 Μάνα μου, ο κόσμος χάνεται,

Μάνα, η πατρίδα χάνεται,

μέτρα και ρίμες και σκοποί

κι ανώφελα κι αδιάντροπα.


Η λύρα σαν ξετσιπωσιά,

και σάμπως να χοροπηδά

στων πάντων τον ξολοθρεμό.

Κι αυτά τα λόγια τα χρυσά,

κι αυτά ένας κάλπικος παράς,

κορόιδεμα της συφοράς.

Μάνα, η πατρίδα χάνεται,

Μάνα μου, ο κόσμος χάνεται.

Τσέτης τζελάτης χίμησε,

με τα σπαθιά, με τα δαυλιά,

σπαθιά του Τούρκου και δαυλιά,

παραμονεύει ο Βούλγαρος,

κι ο Μόσκοβος φοβέρα ειναι.

Κι ο Φράγκος ο άρχοντας, ω! πώς

τα σούφρωσε τα φρύδια του,

και πώς ανασηκώνοντας

τους ώμους, παραμέρισε

στο ανταριασμένο διάβα μας,

για να μη γγίξει απάνου μας!


Στ’ αμπελοχώραφα φωτιά,

στις φαμελιές τσεκούρωμα,

τα σπίτια ρεπεθέμελα,

καλύβια και παλάτια, βάι!


Φρένα και σπλάχνα και κορμιά,

των πανελλήνων τα παιδιά

σπίθες και σβήνουν, και καπνοί

απάνου από τα κάψαλα.


Μάνα, μου μάλλιασε η καρδιά,

είμαι ο Χελμός, και το παλιό

χιόνι προτού να λιώσει, βάι!

καινούριο, πάει, με πλάκωσε.


Μάνα, δε στέκει τίποτε

γερό κι αντρίκειο μέσα μου,

είμαι άρρωστος χίλιες φορές,

μύριες φορές είμαι άναντρος,

τι αγκομαχάει στα μέσα μου

σακάτης κόσμος και κοσμάς!

Πέρα για πέρα τσάκισμα!

Σαπιοκάραβο, σύψυχο

σε καρτεράει το βούλιασμα!


Μάνα, ένας κόσμος χάνεται,

γιατί η πατρίδα χάνεται.

Μάνα, δε βλέπω τίποτε,

γιά τριγυρνάω θεόστραβος,

γιά μ’ έπνιξε τρισκόταδο.

Κι αν ίσκιοι αργοσαλεύουνε

σάμπως με χέρια σηκωτά

γνεύοντας όλο προς εμάς

και σάμπως θέλοντας να πουν:

—Μη σας παγώνει ο χαλασμός,

κι είν’ αποπίσω ο λυτρωμός!

Τί; Κι οι ίσκιοι, μάνα μου, ίσκιοι είναι

γράφονται και ξεγράφονται

χωρίς κανένα χάραμα

που να γλιστράει κατόπι τους

χλωμά θυμίζοντας δειλά

πως έρχεται ξημέρωμα

κι ας είναι μες στη συγνεφιά.


Κορίτσια, ξεριζώστε τα

τα φουντωτά μακρόμαλλα

στη φούρια της απελπισιάς!

Λεβέντες, τα μνημούρια σας

με τα χέρια σας σκάφτε τα,

προτού τα σκάψουνε για σας

άλλοι! Πιαστείτε ολόγυρα

στο μέγα νεκροκρέβατο

το καρφωμένο ολόμαυρο

σαν έτοιμο να τη δεχτεί,

μια πεθαμένη… Ω κι οι ψαλμοί

και οι μύθοι που τη βλέπανε

σα θάμα και σαν όραμα!


Κι αν ανοιχτεί το στόμα σας,

ας πεταχτεί απ’ το στόμα σας

σκούξιμο, κράξιμο, δαρμός,

το μοιρολόι ωμό σκληρό,

το μοιρολόι μανιάτικο!


Μάνα, η πατρίδα χάνεται,

Μάνα μου, ο κόσμος χάνεται.


Μάνα, μπορείς να τονε βρεις

κι όπως κι απ’ όπου, κατά μας

να τον τραβήξεις, από τα

ζεστά του κόρφου σου ζεστό,

γιά γυριστό — ξέρω κι εγώ —

γιά σαν πρωτόφαντο βγαλτό

τον ήρωα και το λυτρωτή;

Να μας τον προφητεύουνε

κι αν πια οι προφήτες πάψανε,

και αν κλάψανε τη χάση του,

τη συμφορά μας κλάψανε.


Μάνα, η Πατρίδα χάνεται,

προφήτες, ήρωες, μάρτυρες,

και ο λυτρωτής και ο σαλπιστής,

όλα εδώ σβήνουν. Θα σβηστείς.


Μάνα μου, τη δοκίμασα

μες στο γιωμένο στόμα μου

την ξυπνητήρια σάλπιγγα,

Τυρταίων, Αλκαίων την ηδονή.

Και η βροντοκράχτρα η σάλπιγγα

και σαν από σπηλιάς βυθούς

μου το ’δινε για σάλπισμα

το μούγκρισμα του θανατά

και το κομμένο ρούχνισμα

του ανθρώπου που ψυχομαχά.

Κι οϊμέ! σα να με μπάτσισε

κρύο χέρι, και την έριξα

την περιπαίχτρα σάλπιγγα,

μανούλα μου, και τράβηξα

στου δασερού περιβολιού

τα τρίστρατα, τα ξέφωτα

που μ’ αγναντεύεις την αυγή

και μου μιλάς το δειλινό,

στον πάγκο τον απόμερο,

ταξιδευτή και στοχαστή

με τη ματιά μου καρφωτή

στα ωραία παιδάκια των εφτά

και των εννιά Μαγιάπριλων,

κι ύστερα ολόγειρτη ματιά

μες στου βιβλίου τους θησαυρούς,

κι απέ ψηλά στους ουρανούς

πιο γόητες μπρος στη φαντασιά,

καθώς μισοξανοίγονται

μέσ’ από κάποιων τρίψηλων

πεύκων μακροήμερων κορμιά.


Γλυκό δροσόπνοο το πρωί,

τα μονοπάτια τα ’φερα

γύρα, κι απ’ όπου διάβαινα

κάποια γαλάζια λούλουδα,

γαλανολούλουδα στρατός,

κι εδώ κι εκεί, πλάι, πίσω, μπρος,

τα γέρναν καθώς πέρναγα,

και χαρωπά και θλιβερά

τρέλα τα κεφαλάκια τους,

σα να με χαιρετούσανε

και σα να με ρωτούσανε.


—Ωραία γαλαζολούλουδα,

όση κι αν είν’ η ανθάδα σας

αντιγραμμένη αλάθευτη

μέσ’ απ’ τη λυγερόπλαστην

εντέλεια τάχα ποιού αττικού

ευγενικότατου ουρανού,

του κάκου ανθείτε! Αδύνατα,

χλωμά, παρακαλεστικά,

ξαφνίσματα, ρωτήματα,

σαν άυλη κι η ομορφάδα σας,

από ένα δαίμονα σταλτή

για μας, περίγελο κι αυτή.


Άνθια, πεινούμε για καρδιές,

άνθια, διψούμε για ψυχές.

Του κάκου τα ηλιογέρματα

στους κήπους με τις ευωδιές!

Τα χέρια είναι για τ’ άρματα,

και τ’ άρματα για τη ζωή,

κι είναι για σας ο θάνατος,

σας μέλλεται ξολοθρεμός,

ακοίταχτα, αλογάριαστα

κάτου απ’ τ’ αλογοπάτημα

του αγαρηνού, του ασιανού.


Δροσοσταλίδα η ομορφιά,

μα η δύναμη είναι μια φωτιά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου